- κλυτόκαρπος
- κλῠτόκαρπος1 with glorious fruit met.
οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κλυτόκαρπος — κλυτόκαρπος, ον (Α) ονομαστός για τον καρπό του («κλυτοκάρπων... στεφάνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + καρπός (πρβλ. αριστό καρπος, λεπτό καρπος)] … Dictionary of Greek
κλυτοκάρπων — κλυτόκαρπος glorious with fruit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek